- σάξιμο
- τοβλ. σιάξιμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σάξιμο — το, Ν βλ. σιάξιμο … Dictionary of Greek
σιάξιμο — και σάξιμο και σιάσιμο, το, Ν [σιάζω / σιάχνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σιάζω, η τοποθέτηση ενός πράγματος σε ευθεία γραμμή, ευθειασμός 2. συνεκδ. α) η τοποθέτηση ενός πράγματος στη σωστή του θέση, τακτοποίηση, διευθέτηση β) η… … Dictionary of Greek